- διωματάρης
- -ρα και -ρούσα [διώμα]1. αυτός που έχει διώμα, ωραίο παράστημα2. (για γυναίκα) φιλάρεσκη, ναζιάρα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διωματάρης, -α, -ικο — κομψός και όμορφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ερωτοδιωματάρης — άρα και άρισσα, άρικο ωραίος, θελκτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + διωματάρης (< διώμα) «κομμός, χαριτωμένος»] … Dictionary of Greek